οδόντωμα

οδόντωμα
το
1. το τμήμα που προεξέχει στο άκρο ξύλινων, μαρμάρινων ή μεταλλικών εξαρτημάτων και χρησιμεύει στη συνένωσή τους με άλλα όμοια, με εναλλασσόμενη προσαρμογή τών εσοχών τού ενός στις εξοχές τού άλλου
2. η οδόντωση τού οδοντωτού τροχού
3. το προεξέχον τμήμα τού τοίχου κάτω από το πάτωμα όπου στηρίζονται τα δοκάρια που υποβαστάζουν το πάτωμα
4. ιατρ. μικρός όγκος που αναπτύσσεται στη θέση τού δοντιού κατά την αρχική του έκφυση ή παθολογικός όγκος ο οποίος αναπτύσσεται στα ούλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδοντώνω. Η λ. με την ιατρική της σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. odontoma. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οδόντωμα — το, ατος 1. το δόντι οδοντωτού τροχού. 2. εσοχή και εξοχή δύο πραγμάτων (από μάρμαρο, ξύλο, σίδερο) που συνδέονται. 3. μικρός όγκος στα ούλα κατά την πρώτη εμφάνιση των δοντιών ή παθολογικός όγκος των ούλων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κτηδόνα — η (Α κτηδών, όνος) 1. καθεμιά από τις ίνες τού ξύλου 2. καθένας από τους ομόκεντρους κύκλους τής τομής κορμού δένδρου νεοελλ. μεταλλικός οδοντωτός δίσκος που στρέφεται γύρω από άξονα, καθώς και το σύνολο τών οδοντωτών προεξοχών τής περιφέρειάς… …   Dictionary of Greek

  • έμβολο — το 1. καθετί που μπορεί να μπει μέσα σε άλλο πράγμα, πάσσαλος, σφήνα. 2. εμβολέας (βλ. λ.), έμβολο πυροβόλου. 3. (για πολεμικά πλοία), η αιχμηρή προεξοχή της πλώρης για το τρύπημα του εχθρικού πλοίου. 4. (μηχ.), κυλινδρικό στοιχείο μηχανής ή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”